- ἡμεροφαής
- ἡμεροφαήςshining by daymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημεροφαής — ἡμεροφαής, ές (AM) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας. επίρρ... ἡμεροφαῶς (Μ) στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο φαής, λαμπρο φαής] … Dictionary of Greek
ἡμεροφαές — ἡμεροφαής shining by day masc/fem voc sg ἡμεροφαής shining by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek